- σημειωτικόν
- σημειωτικόςobservant of signsmasc acc sgσημειωτικόςobservant of signsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σημειωτικός — ή, ό / σημειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η σημειωτική α) γλωσσ. η σημειολογία β) ιατρ. παλαιός όρος για την συμπτωματολογία 2. φρ. α) «σημειωτικό σύμπτωμα» ιατρ. το σύμπτωμα που επιτρέπει την εντόπιση τής έδρας τής πάθησης ενός… … Dictionary of Greek